- αναδώνω
- 1. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ασθένεια, αναλαμβάνω, αναρρώνω2. (για φυτά) βλαστάνω, φυτρώνω3. αναδίδω υγρασία, κακοσμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + δώνω, μεταπλασμένος τ. αντί δίδω.ΠΑΡ. αναδωμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek